- υποφυλακτήρ
- (-ήρος) ο спусковая скоба (стрелкового оружия)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποφυλακτήρας — ο, Ν μεταλλικός προφυλακτήρας τής σκανδάλης τυφεκίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + φυλακτήρας (πρβλ. προ φυλακτήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ὑποφυλακτήρ, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek